κοιμίζω

κοιμίζω
και κοιμώ, -άω (AM κοιμίζω)
1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό»)
2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ' ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» — οι άνεμοι σταμάτησαν να φυσούν και άφησαν τη θάλασσα να ησυχάσει», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοιμισμένος, -η, -ο
μτφ. α) νωθρός διανοητικά
β) οκνηρός, βραδυκίνητος.
2. (το μέσ.) κοιμίζομαι και κοιμιέμαι
καταλαμβάνομαι από υπνηλία, πέφτω σε ύπνο
μσν.
1. ξαπλώνω, πλαγιάζω κάπου
2. μέσ. α) είμαι ξαπλωμένος, κοιμισμένος
β) αδρανώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο τού θανάτου
2. γραμμ. μεταβάλλω την οξεία σε βαρεία
3. φρ. «κοιμίζειν τὸν λύχνον» — σβήνω το λυχνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοῖμα ή *κοῖμος (βλ. λ. κοιμάμαι). Μεταβατικό όπως το κοιμῶ*, το οποίο τελικά και αντικατέστησε. Αντίστοιχο αμετάβατό του το κοιμάμαι (πρβλ. και καθίζω: κάθομαι).
ΠΑΡ. κοιμιστικός
αρχ.
κοίμισις, κοιμισμός, κοιμιστής.
ΣΥΝΘ. αποκοιμίζω, κατακοιμίζω
αρχ.
εγκοιμίζω, επικοιμίζω, παρακοιμίζω, συγκατακοιμίζω, συγκοιμίζω
νεοελλ.
γλυκοκοιμίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοιμίζω — put to sleep pres subj act 1st sg κοιμίζω put to sleep pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμίζω — κοιμίζω, κοίμισα, κοιμισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοιμίζω — και κοιμάω κοίμισα και κοίμησα, κοιμισμένος 1. κάνω κάποιον να αποκοιμηθεί: Θα κοιμίσει το μωρό και θα έρθει. 2. καθησυχάζω, καλμάρω: Το φάρμακο αυτό κοιμίζει τους πόνους. 3. η μτχ., κοιμισμένος άνθρωπος νωθρός και καθυστερημένος διανοητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιμίζῃ — κοιμίζω put to sleep pres subj mp 2nd sg κοιμίζω put to sleep pres ind mp 2nd sg κοιμίζω put to sleep pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμίσω — κοιμίζω put to sleep aor subj act 1st sg κοιμίζω put to sleep fut ind act 1st sg κοιμίζω put to sleep aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοιμισμένον — κοιμίζω put to sleep perf part mp masc acc sg κοιμίζω put to sleep perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοιμισμένων — κοιμίζω put to sleep perf part mp fem gen pl κοιμίζω put to sleep perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοίμικεν — κοιμίζω put to sleep perf ind act 3rd sg κοιμίζω put to sleep plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμίζει — κοιμίζω put to sleep pres ind mp 2nd sg κοιμίζω put to sleep pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμίζον — κοιμίζω put to sleep pres part act masc voc sg κοιμίζω put to sleep pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”